- μύρο
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας,
* * *το (ΑΜ μύρον)κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η οποία λαμβάνεται από φυτά και χρησιμεύει στην παρασκευή αρωματικών ελαίων, καθώς και κάθε ευώδες, αρωματικό έλαιο, φυσικό ή τεχνητό (α. «τ' αδειανού χρυσογυαλιού / μυρίζεσαι το μύρο», Παλαμ.β. «οὐκ ἂν μύροισι γραῡς ἐοῡσ' ἠλείφετο», Αρχίλ.)νεοελλ.συνεκδ. ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιά, αρωμα(νεοελλ.-μσν.) φρ. α) «άγιο μύρο» ή «μύρο μυστικό»εκκλ. αρωματικό λάδι από πολλές ουσίες, που συμβολίζουν τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος, το οποίο καθαγιάζεται σε ειδική ακολουθία τη Μεγάλη Πέμπτη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και χρησιμοποιείται στο μυστήριο τού χρίσματος μετά το βάπτισμα, οπότε το νήπιο χρίεται από τον ιερέα σε διάφορα σημεία τού σώματός τουβ) «μέγα μύρον»εκκλ. i) άγιο μύροii) το άρωμα όπου αναβλύζει από τα σώματα τών αγίωναρχ.1. τόπος όπου πωλούνταν τα μύρα2. μτφ. καθετί το θελκτικό, το χαριτωμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε IE *smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smero, αρχ. ιρλδ. smi(u)r «μυελός») και συνδέεται με τους τ. σμύρις και μύραινα* στηρίζεται σημασιολογικά στον ρόλο τού λαδιού και γενικά λιπαρών ουσιών για την παρασκευή αρωμάτων στην αρχαιότητα και μορφολογικά στο αρχικό -σ- που μαρτυρείται στον παρακμ. ἐσμύρισμαι. Παρ' όλα αυτά, η προηγούμενη άποψη δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, γιατί το -σ- τού ἐσμύρισμαι μπορεί να οφείλεται είτε σε αναλογική επίδραση τού σμύρνα είτε σε μετρικούς λόγους. Η λ. μύρον, που μεταφορικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει καθετί το θελκτικό και χαριτωμένο, έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τις λ. μύρρα και μύρτος. Η λ. στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το «άγιο μύρο» και στη Νεοελληνική για να δηλώσει γενικά οποιαδήποτε ευωδιά (πρβλ. μυρ-ωδιά). Η λ., τέλος, εμφανίζεται στα θηλ. ανθρωπωνύμια Μυρώ, Μυραλλίς και σε αρκετά συνθ. ως α' συνθετικό με τη μορφή μυρ(ο)-.ΠΑΡ. μυρίζω, μυρώ(-ώνω)αρχ.μυράφιον, μυρηρός, μυρίδιον, μυρίς, μυρόειςαρχ.-μσν.μυρώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μυραλοιφή, μυρεψός, μυροβάλανος, μυροθήκη, μυροποιός, μυροπώλης, μυροφόροςαρχ.μυράλειπτρον, μυράπιον, μυροβαφής, μυροβόστρυχος, μυροβραχής, μυρόβροχος, μυρόδοτος, μυρομήλινον, μυροπνενστός, μυρόπνους, μυροπόλος, μυρόροδον, μυρόρραντος, μυρορρόας, μυροσταγής, μυροτόκος, μυρουργός, μυροφεγγής, μυρόχριστος, μυρόχρουςαρχ.-μσν.μυροδόχοςμσν.μυρευώδης, μυροβρύτης, μυροδέγμων, μυροδότης, μυροκομίστρια, μυροκοπώ, μυρόλωτος, μυροστάφυλος, μυροχεύμων, μυροχυσίαμσν.-νεοελλ. μυροβλύτηςνεοελλ.μυρέλαιο, μυρόβολος, μυρογυάλι, μυροδοχείο, μυρόκαρπος. (Β' συνθετικό) αρχ. άμυρον, δεκάμυρον, κρινόμυρον, ξηρόμυρον, πεντάμυρον, τετράμυρον, υγρόμυρον, υδρόμυρον].
Dictionary of Greek. 2013.